πυλωρός

πυλωρός
πῠλωρ-ός, ,
A gate-keeper, warder, porter, A.Th.621; π. πύργων, ναῶν, E.Tr.956, IT 1227 (troch.);

Ἅιδου κύων Id.HF1277

: as fem.,

ἡ π. δωμάτων γυνή Id.IT1153

: in Prose, Aen.Tact.28.2, al., LXX Ne.7.1, al., Ph.2.216; of the guards of the Propylaea at Athens, IG22.2297: metaph., τοῖον πυλωρὸν φύλακα . . τροφῆς such a watchful guardian of thy life, S.Aj. 562; κακοὺς π. ὑμᾶς, ὦ Κορίνθιοι, ἡ Πελοπόννησος ἔχει Prov. ap. Plu.2.221f.
II Medic., pylorus or lower orifice of the stomach,

οἷον π. τις Gal.UP4.7

, cf. Nat.Fac.3.4, Cels.4.1.7
, Ruf.Onom.169, Id. ap. Orib.7.26.34.
2 π., , os uteri, Ps.-Democr. ap. Hp.Ep.23. (Cf. πυλαωρός.)

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πυλωρός — gate keeper masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυλωρός — (Ανατ.). Το τελικό τμήμα του στομάχου, που συνεχίζεται με τον δωδεκαδάκτυλο. Αντίστοιχα προς τον π. η μυϊκή στιβάδα του τοιχώματος του στομάχου είναι πιο πυκνή και σχηματίζει έναν μυϊκό δακτύλιο, τον πυλωρικό σφιγκτήρα, που, λειτουργώντας σαν… …   Dictionary of Greek

  • πυλωρός — ο 1. φύλακας της πύλης, θυρωρός. 2. το κατώτερο στόμιο του στομαχιού που εκβάλλει στο δωδεκαδάχτυλο έντερο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πυλωροί — πυλωρός gate keeper masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυλωρούς — πυλωρός gate keeper masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυλωρέ — πυλωρός gate keeper masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυλωρῷ — πυλωρός gate keeper masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυλωρόν — πυλωρός gate keeper masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυλωρικός — ή, ό / πυλωρικός, ή, όν, ΝΑ (για σχηματισμό ή πάθηση) ο σχετικός με τον πυλωρό τού στομάχου νεοελλ. φρ. α) «πυλωρικό άντρο» ανατ. το χαμηλότερο μέρος τού στομάχου β) «πυλωρική αρτηρία» ανατ. κλάδος τής ηπατικής αρτηρίας γ) «πυλωρική στένωση» ιατρ …   Dictionary of Greek

  • Helicobacter pylori — Taxobox | name = Helicobacter pylori image width=190px regnum = Bacteria phylum = Proteobacteria classis = Epsilon Proteobacteria ordo = Campylobacterales familia = Helicobacteraceae genus = Helicobacter species = H. pylori binomial =… …   Wikipedia

  • Pylorus — Infobox Anatomy Name = PAGENAME Latin = valvula pylori GraySubject = 247 GrayPage = 1164 Caption = Outline of stomach, showing its anatomical landmarks. Caption2 = Interior of the stomach. (Pylorus labeled at center left.) System = MeshName =… …   Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”